κακοθάνατος — dying miserably masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθάνατος — η, ο αυτός που βρίσκει κακό θάνατο: Ο λαμπρός αυτός ήρωας στο τέλος υπήρξε κακοθάνατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοθανάτως — κακοθάνατος dying miserably adverbial κακοθάνατος dying miserably masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθάνατον — κακοθάνατος dying miserably masc/fem acc sg κακοθάνατος dying miserably neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθανάτοις — κακοθάνατος dying miserably masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθανάτους — κακοθάνατος dying miserably masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθάνατοι — κακοθάνατος dying miserably masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
κακοθανασία — η (Α κακοθανασία) [κακοθάνατος] ο κακός, οδυνηρός, βασανιστικός θάνατος ή το να πεθαίνει κάποιος κάτω από συνθήκες αθλιότητας και δυστυχίας … Dictionary of Greek
κακοθανατιά — η [κακοθάνατος] κακοθανασία*, κακός, βασανιστικός θάνατος … Dictionary of Greek